πορτουλακίδες

πορτουλακίδες
οι, Ν
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών με επιφυή ωοθήκη και επάλληλα φύλλα που ανήκει στην τάξη καρυοφυλλώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. portulacaceae < portulaca (βλ. λ. πορτουλάκα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κεντρόσπερμα — (centrospermae). Τάξη αγγειοσπέρμων δικοτυλήδονων φυτών. Περιλαμβάνει 12 οικογένειες και περισσότερα από 10.000 είδη. Για την τάξη αυτή έχει χρησιμοποιηθεί και η ονομασία καρυοφυλλίδες (caryophyllaceae), λόγω της κεντρικής διευθέτησης του… …   Dictionary of Greek

  • κλαϋτόνια — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας πορτουλακίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. τού αγγλ. claytonia από το όνομα τού Αμερικανού βοτανολόγου John Clayton] …   Dictionary of Greek

  • λεβισία — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας πορτουλακίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lewisia < όν. τού Meriwether Lewis, Αμερικανού εξερευνητή] …   Dictionary of Greek

  • πορτουλάκα — και πάλ. τ. πορτουλάκη, η, Ν (βοτ) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας πορτουλακίδες 2. φρ. «πορτουλάκη η λαχανηρά» λόγια ονομασία τού είδους Portulaca oleracea, που απαντά αυτοφυές ή καλλιεργούμενο στην Ελλάδα και είναι γνωστό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”